σάλπα

σάλπα
(I)
Ν
(προστ.) βλ. σαλπάρω.
————————
(II)
η, Ν
βλ. σάλπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σάλπα — η βλ. σάρπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάλπας — σάλπᾱς , σάλπη saupe fem acc pl σάλπᾱς , σάλπη saupe fem gen sg (doric aeolic) σάλπᾱς , σάλπης saupe masc acc pl σάλπᾱς , σάλπης saupe masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάρπα — I σάρπα, η και σάλπα η είδος ψαριού. II σάρπα, η και σάλπα, η (λ. γαλλ.), εσάρπα: Είχε ριγμένη στους ώμους της μια μεταξωτή σάρπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σάλπαι — σάλπη saupe fem nom/voc pl σάλπᾱͅ , σάλπη saupe fem dat sg (doric aeolic) σάλπης saupe masc nom/voc pl σάλπᾱͅ , σάλπης saupe masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • салпа — тарань, Abramis vimba , донск. (Даль). Из нов. греч. σάλπα bоорs sаlра (Гофман–Иордан 266), греч. σάλπη (Аристотель), ср. Фасмер, Гр. сл. эт. 172. См. о близких формах Г. Майер, Ngr. Stud. 4, 79 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • βωξ — ο (AM βῶξ) (συνηρ. τ. του βόαξ) νεοελλ. ονομασία ψαριών του γένους Box ή Boops, γόπα ή σάλπα αρχ. είδος ψαριού που κάνει βοή και που θεωρείται ως ιερό του Ερμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βωξ < βόαξ, με συναίρεση. Κατά τους αρχαίους το είδος αυτό του… …   Dictionary of Greek

  • σάλπες — Χορδωτά του υπότυπου των χιτωνόζωων, της οικογένειας των Σαλπιδών. Τα θαλάσσια αυτά ζώα, που είναι διαδομένα προπάντων στις θερμές θάλασσες, αλλά απαντιούνται με διάφορα είδη και στη Μεσόγειο, έχουν διαφανές σώμα με σχήμα περίπου κυλινδρικό, το… …   Dictionary of Greek

  • σάλπη — Πεδινός οικισμός (670 κάτ., υψόμ. 5 μ.), στην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (40 τ. χλμ., 815 κάτ.), στην οποία ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, το Γλυκονέρι (145 κάτ., υψόμ. 30). * * * η, ΝΑ,… …   Dictionary of Greek

  • σαλπάρω — Ν 1. εκτελώ τους κατάλληλους χειρισμούς για το ξεκίνημα τού πλοίου, σηκώνω την άγκυρα προκειμένου να αποπλεύσω 2. (κατ επέκτ.) α) αποπλέω, αναχωρώ από το λιμάνι β) (για πρόσ.) ξεκινώ για ταξίδι 3. (η προστ.) σάλπα! (ως ναυτ. παράγγελμα) σηκώστε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”